νεοταφής

νεοταφής
νεο-τᾰφής, ές, of a
A newly-built tomb, Sch.Lyc.1097 (ed. Bachm.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεοταφής — νεοταφής, ές (Α) αυτός που ενταφιάστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ταφής (< θάπτω), πρβλ. κοινο ταφής] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”